κόμμα

κόμμα
Οργανωμένη πολιτική ομάδα, που συνιστά μια ελεύθερη οργάνωση ανθρώπων, η οποία, βασιζόμενη σε μια κοινότητα ιδεολογικού προσανατολισμού ή συμφερόντων, επιδίδεται σε προπαγάνδα, προσηλυτισμό και πολιτικό αγώνα, για την πραγματοποίηση –με την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας ή με τη συμμετοχή σε αυτήν– των πολιτικών και κοινωνικών αντικειμενικών σκοπών που έχει θέσει. Αν και πολιτικές ομάδες διαφόρων τύπων παρουσιάζονταν συχνά στις πολιτικές κοινωνίες, πολύ πριν από τη νεότερη και τη σύγχρονη εποχή (π.χ. οι φατρίες στις ιταλικές κοινότητες του Μεσαίωνα), το πολιτικό κ. αποτελεί μια οργανωτική μορφή της πολιτικής ζωής στη σύγχρονη εποχή, καθώς προϋποθέτει αφενός την αναγνώριση της ελευθερίας της πολιτικής ένωσης, αφετέρου την κατ’ αρχήν, τουλάχιστον, αναγνώριση της αρχής της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Τα νεότερα πολιτικά κ. γεννήθηκαν στην Αγγλία, όπου τα πρώτα σπέρματά τους εμφανίστηκαν κατά την περίοδο της σύγκρουσης του αποκαλούμενου Μακρού Κοινοβουλίου (λόγω της διάρκειάς του και σε αντιδιαστολή προς το βραχύ που καταργήθηκε από τον Βρετανό μονάρχη) εναντίον της μοναρχίας (1641), και σταθεροποιήθηκαν έπειτα βαθμιαία στους δύο σχηματισμούς των Ουίγων και των Τόρις (τα μεταγενέστερα Φιλελεύθερο Κ. και Συντηρητικό Κ.), οι οποίοι κυριάρχησαν στην αγγλική πολιτική ζωή έως την ίδρυση του Εργατικού Κ. στις αρχές του 20ού αι. Στην ηπειρωτική Ευρώπη τα πρώτα σπέρματα των κ. εμφανίστηκαν με τις πολιτικές ομάδες που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της Γαλλικής επανάστασης (βασιλόφρονες, συνταγματικοί βασιλόφρονες, γιρονδίνοι, ιακωβίνοι, ορεινοί). Μετά την Παλινόρθωση σχηματίστηκαν πολλές μυστικές πολιτικές εταιρείες και αργότερα άρχισαν σταδιακά να εμφανίζονται τα φιλελεύθερα κ. Μόνο κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. όμως ενισχύθηκε η δύναμη και η σημασία των πολιτικών κ. στην πολιτική ζωή, ιδιαίτερα με την ίδρυση του Ριζοσπαστικού Κ. στη Γαλλία και του Σοσιαλδημοκρατικού στη Γερμανία. Επίσης στην Ιταλία, ύστερα από τις μυστικές εταιρείες και το κίνημα του Ματσίνι την εποχή του Ριζορτσιμέντο και έπειτα από τις κοινοβουλευτικές ομάδες της ιστορικής Δεξιάς και της Αριστεράς των πρώτων φάσεων της ζωής της ενοποιημένης Ιταλίας, κατά τα τέλη του 19ου αι. εμφανίστηκε το Σοσιαλιστικό Κ. Πριν από την έναρξη του A’ Παγκοσμίου πολέμου είχαν εμφανιστεί και εθνικιστικά κ., ιδιαίτερα στη Γαλλία και στην Ιταλία, ενώ μετά τον πόλεμο παρουσιάστηκαν τα πρώτα κομουνιστικά και φασιστικά κ. Μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, με την κατάρρευση των φασιστικών καθεστώτων, η πολιτική ζωή στηρίχθηκε και πάλι στην ύπαρξη πολλών κ. σχεδόν σε όλες τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, ενώ στις ανατολικές επικράτησε ο μονοκομματισμός ή η διακυβέρνηση από συνασπισμούς κ., με βασικό το κομουνιστικό. Η ανάπτυξη των νεότερων κ. χαρακτηρίζεται κυρίως από την προοδευτική αύξηση των οπαδών τους, σε συνδυασμό με τις διαδοχικές επεκτάσεις του δικαιώματος της ψήφου, καθώς και από τον –εξαιτίας αυτού– σχηματισμό ενός οργανωτικού και γραφειοκρατικού μηχανισμού, που γινόταν διαρκώς ευρύτερος και πιο συγκεντρωτικός. Με την επίδραση του φαινομένου αυτού, που εκδηλώθηκε κυρίως έπειτα από τον σχηματισμό των σοσιαλιστικών κ. και οδήγησε από τα παλιά κ. ανοργάνωτων οπαδών στα νεότερα μαζικά, τα κ. έχουν σήμερα πλήρη οργάνωση, που περιλαμβάνει εκτελεστικό κέντρο, περιφερειακές και επαρχιακές οργανώσεις και τμήματα πόλεων (καμιά φορά ακόμα και μικρότερους σχηματισμούς, όπως οι πυρήνες των κομουνιστικών κ.), τοπικές εκτελεστικές επιτροπές, οργανωτικές γραμματείες κλπ. Η λειτουργία των κ. σε ένα δημοκρατικό κράτος έχει μεγάλη σημασία, τόσο για τον ρόλο που διαδραματίζουν στον προσανατολισμό και στην πολιτική διαπαιδαγώγηση της κοινής γνώμης και του πληθυσμού όσο και για τον ρόλο του ελέγχου και της κριτικής της κυβέρνησης που ασκούν τα κ. της αντιπολίτευσης. Επιπλέον, αποτελούν συχνά μια αποτελεσματική μέθοδο ανάδειξης των μελών της πολιτικής ηγεσίας. Σύμφωνα με μία άποψη, ο δημοκρατικός ρόλος των κ. γίνεται περισσότερο αποτελεσματικός όταν τα σημαντικά κ. είναι μόνο δύο (δικομματισμός), όπως συμβαίνει στις Ηνωμένες Πολιτείες (Ρεπουμπλικανικό Κ. και Δημοκρατικό Κ.) και προπάντων στην Αγγλία (Φιλελεύθερο Κ. και Συντηρητικό Κ., αργότερα Εργατικό Κ. και Συντηρητικό Κ.), φαινόμενο που τις τελευταίες δεκαετίες επεκτάθηκε και σε άλλες χώρες (όπως και στην Ελλάδα), επειδή στην περίπτωση αυτή αντιπροσωπεύουν, σε γενικές γραμμές, το ένα κ. την τάση της προόδου και το άλλο την τάση της συντήρησης. Κατά συνέπεια προσφέρουν κάθε φορά τη δυνατότητα μιας πραγματικής εναλλακτικής λύσης ανάμεσα στις δύο αυτές απαιτήσεις στην πολιτική κατεύθυνση της χώρας. Άλλοι, αντίθετα, υποστηρίζουν τον πλουραλισμό και πολυκομματισμό, ακόμα και στην άσκηση της κυβέρνητικής εξουσίας (συνασπισμός κ.). Φωτογραφία από το συνέδριο του ρεπουμπλικανικού κόμματος των ΗΠΑ, το 1952, όπου ο στρατηγός Αϊζενχάουερ («Άικ») και ο Ρόμπερτ Ταφτ συναγωνίστηκαν για το χρίσμα των προεδρικών εκλογών. Προεκλογική συγκέντρωση του Εργατικού Κόμματος στη Μεγάλη Βρετανία, τη χώρα όπου γεννήθηκαν στη σύγχρονη μορφή τους οι κομματικοί σχηματισμοί, κατά τον 17ο αι. (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το (AM κόμμα, Μ και κόμμαν)
το τμήμα που αποχωρίζεται με χτύπημα, τεμάχιο, κομμάτι
νεοελλ.
1. ομάδα ανθρώπων που τοὺς ενώνουν κοινές πολιτικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις, καθώς και κοινά κοινωνικά συμφέροντα
2. γραμμ. το καμπυλό σημείο στίξεως (,) που χωρίζει δύο προτάσεις ή τα μέρη μιας πρότασης ή φράσης, αλλ. υποστιγμή
3. (αριθμτ.) το σημείο (,) που χωρίζει τμήματα ενός αριθμού, αλλ. υποδιαστολή
4. (βυζ. μουσ.) το ένα από τα 68 ή τα 72 ίσα ακουστικά τμήματα στα οποία διαιρείται πρακτικά η κλίμακα
5. μουσ. το μικρότερο αντιληπτό από την ακοή διάστημα δύο ανόμοιων ήχων
6. φρ. «πολιτικό κόμμα» — το πιο δραστήριο και πιο οργανωμένο τμήμα μιας τάξης ή ενός κοινωνικού στρώματος που εκφράζει, προασπίζει και προωθεί τα συμφέροντά τους και είναι επικεφαλής τού αγώνα τους για την κατάληψη τής εξουσίας
νεοελλ.-μσν.
μτφ. σύνολο προσώπων που έχουν τις ίδιες ιδέες και επιδιώκουν τους ίδιους βασικούς σκοπούς («αυτές οι δύο, μάννα και κόρη, έχουν κάνει κόμμα»)
μσν.
1. κόψιμο, αποκοπή
2. φρ. «παρά κόμμα»
α) υπερβολικά
β) παράλογα
μσν.-αρχ.
θρησκευτική ομάδα, αίρεση
αρχ.
1. αποτύπωμα ή σφραγίδα νομίσματος («χθές τε καὶ πρώην κοπεῖσι τῷ κακίστῳ κόμμάτι», Αριστοφ.)
2. νόμισμα
3. το άχυρο που μένει μετά το αλώνισμα τού σιταριού
4. γραμμ. μικρό μέρος περιόδου, κώλο
5. μωλώπισμα
6. φρ. α) «πονηροῡ κόμματος»
i) (για νόμισμα) με κακή αποτύπωση
ii) (για πρόσ.) με κακό χαρακτήρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω. Με τη νεοελλ. σημ. «πολιτική παράταξη» η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. parti, και μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κόμμα — stamp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμμα — το, ατος 1. πολιτική παράταξη, πολιτικό κόμμα: Τις εκλογές τις κέρδισε το λαϊκό κόμμα. 2. στη γραμματική, σημείο στίξης (,) που χωρίζει δύο προτάσεις ή τα μέρη μιας φράσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Συντηρητικό κόμμα — Κόμμα της Μ. Βρετανίας που έπαιξε σημαντικό ρόλο και στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής πολιτικής. Το Σ. κ., συγκροτήθηκε γύρω στα μέσα του 19ου αι. και προέρχεται από το κόμμα των Τόρηδων. Η λέξη «συντηρητικοί» είχε πρωτοχρησιμοποιηθεί στην πολιτική… …   Dictionary of Greek

  • Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας — (ΚΚΕ). Το παλαιότερο εν λειτουργία κόμμα της σύγχρονης Ελλάδας. Συγκροτήθηκε το 1918 με τη συνένωση μικρότερων πολιτικών και συνδικαλιστικών φορέων και ομίλων, με την ονομασία Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ), ενώ έλαβε τη σημερινή του… …   Dictionary of Greek

  • Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, εσωτερικού — (ΚΚΕ εσωτ.). Πολιτικό κόμμα που προέκυψε μετά τη διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (βλ. λ.) το 1968, μετά από διαφωνία ανάμεσα στις δύο πτέρυγές του, που υποστήριζαν οι μεν τη συνέχιση στην υποστήριξη της πολιτικής της Σοβιετικής… …   Dictionary of Greek

  • Partido Liberal (Grecia) — Κόμμα Φιλελευθέρων Komma Fileleftheron Partido Liberal Presidente Nikitas Venizelos Fundación 1910 Ideología política Liberalismo Afiliación internaciona …   Wikipedia Español

  • κόμμ' — κόμμα , κόμμα stamp neut nom/voc/acc sg κόμμι , κόμμι gum neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμάτων — κόμμα stamp neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμμασι — κόμμα stamp neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόμμασιν — κόμμα stamp neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”